- φιλόλιθος
- -ον, Ααυτός που τού αρέσουν πολύ οι πολύτιμοι λίθοι.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -λίθος (< λίθος), πρβλ. δροσό-λιθος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλολίθοις — φιλόλιθος fond of precious stones masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλολίθου — φιλόλιθος fond of precious stones masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλολίθων — φιλόλιθος fond of precious stones masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek